πονοψυχία

πονοψυχία
η, ΝΑ, πονοψυχιά, Ν
νεοελλ.
ευσπλαγχνία, συμπόνια, οίκτος
αρχ.
πόνος ψυχής, θλίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + -ψυχία (< -ψυχος < ψυχή), πρβλ. μεγαλο-ψυχία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έλεος — το ελέους, πληθ. ελέη,1. οίκτος, ευσπλαχνία, συμπόνια, πονοψυχιά. 2. φιλανθρωπία, ελεημοσύνη, βοήθημα: Αδερφές του ελέους. 3. απόλυτη διάθεση, αυθαίρετη θέληση: Οι άμαχοι βρέθηκαν στο έλεος των κατακτητών. 4. ούτε ελάχιστο, ούτε όσο αρκεί για… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπλαχνιά — η λύπηση, πονοψυχιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχοπόνια — η συμπάθεια, πονοψυχιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”